Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalleggeriménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [alledʤeriˈmento] 1 ανακούφιση 2 χαροποίηση 3 ξαλάφρωμα 4 άνοιγμα χρώματος 5 αλάφρωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |