Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allàto  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [alˈlato]

1 πλάγια
2 στο πλάι
3 κοντά
4 εκτός
5 σε σύγκριση με
6 στο πλευρό μου
7 δίπλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allarmistico allattamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allarmarsi (ρ. μ. αμτβ.)
allarme (ουσ αρσ )
allarmismo (ουσ αρσ )
allarmista (ουσ αρσ και θηλ.)
allarmistico (επίθ.)
allato (επίρ.)
allattamento (ουσ αρσ )
allattare (ρ. μτβ.)
allea (θηλ.ουσ)
alleanza (θηλ.ουσ)
alleare (ρ. μτβ.)
allearsi (ρ. μ. αμτβ.)
alleato (ουσ αρσ )
alleato (επίθ.)
allegamento (ουσ αρσ )
allegare (ρ. μτβ.)
allegato (ουσ αρσ )
allegato (επίθ.)
allegazione (θηλ.ουσ)
alleggerimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---