Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόallàrme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [alˈlarme] ο συναγερμός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαallarme antincendio = ο πυροσβεστικός συναγερμός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |