Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόallargatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [allargaˈtura] 1 διαπλάτυνση 2 τέντωμα 3 επέκταση 4 διάνοιξη 5 διεύρυνση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |