Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόallargàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [allarˈgare] πλαταίνω, ευρύνω, φαρδαίνω allargàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [allarˈgarsi] 1 μετακομίζω σε μεγαλύτερες εγκαταστάσεις 2 διευρύνομαι 3 αποκλίνω από πορεία 4 βελτιώνομαι 5 διαπλατύνομαι 6 επεκτείνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |