Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Vincènzo (κύρ.όν. αρσ.) vinìlico (επίθ.)
vìncere (ρ. μτβ.) vinilpèlle (θηλ.ουσ)
vincersi (ρ.μ. (αντων.)) vìno (ουσ αρσ )
vinchéto (ουσ αρσ ) vinosità (θηλ.ουσ)
vincìbile (επίθ.) vinóso (επίθ.)
vincìglio (ουσ αρσ ) vinsànto (ουσ αρσ )
vìncita (θηλ.ουσ) vìnto (ουσ αρσ )
vincitóre (ουσ αρσ ) vìnto (επίθ.)
vincitóre (επίθ.) viòla (ουσ αρσ )
vìnco (ουσ αρσ ) viòla (θηλ.ουσ)
vincolànte (επίθ.) viòla (επίθ.)
vincolàre (επίθ.) violàbile (επίθ.)
vincolàre (ρ. μτβ.) violacciòcca (θηλ.ουσ)
vincolatìvo (επίθ.) violàceo (ουσ αρσ )
vincolàto (επίθ.) violàceo (επίθ.)
vincolìstico (επίθ.) violàre (ρ. μτβ.)
vìncolo (ουσ αρσ ) violatóre (ουσ αρσ )
vìndice (ουσ αρσ ) violazióne (θηλ.ουσ)
vìndice (επίθ.) violentaménto (ουσ αρσ )
vinèllo (ουσ αρσ ) violentàre (ρ. μτβ.)
vinìcolo (επίθ.) violentatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
vinìfero (επίθ.) violenteménte (επίρ.)
vinificàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) violènto (ουσ αρσ )
vinificazióne (θηλ.ουσ) violènto (επίθ.)
vinìle (ουσ αρσ ) violènza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: