Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verrucóso (επίθ.) vertebràle (επίθ.)
versàccio (ουσ αρσ ) vertebràto (ουσ αρσ )
versaménto (ουσ αρσ ) vertebràto (επίθ.)
versànte (ουσ αρσ ) vertènte (επίθ.)
versànte (επίθ.) vertènza (θηλ.ουσ)
versàre (ρ.αμτβ.) vèrtere (ρ.αμτβ.)
versàre (ρ. μτβ.) verticàle (θηλ.ουσ)
versarsi (ρ.μ. (αντων.)) verticàle (επίθ.)
versàtile (επίθ.) verticalìsmo (ουσ αρσ )
versatilità (θηλ.ουσ) verticalità (θηλ.ουσ)
versàto (επίθ.) vèrtice (ουσ αρσ )
verseggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) verticillàto (επίθ.)
verseggiatóre (ουσ αρσ ) verticìllo (ουσ αρσ )
verseggiatùra (θηλ.ουσ) verticìstico (επίθ.)
versétto (ουσ αρσ ) vertìgine (θηλ.ουσ)
versièra (θηλ.ουσ) vertiginóso (επίθ.)
versificàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) verve (θηλ.ουσ)
versificatóre (ουσ αρσ ) vérza (θηλ.ουσ)
versificazióne (θηλ.ουσ) verzellìno (ουσ αρσ )
versiliberìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) verzière (ουσ αρσ )
versióne (θηλ.ουσ) verzùra (θηλ.ουσ)
vèrso (ουσ αρσ ) véscia (θηλ.ουσ)
vèrso (πρόθ.) vescìca (θηλ.ουσ)
versóio (ουσ αρσ ) vescicàle (επίθ.)
vèrtebra (θηλ.ουσ) vescicànte (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: