Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vaporétto (ουσ αρσ ) variàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaporièra (θηλ.ουσ) variàto (αρσ. επίθ και ουσ)
vaporìmetro (ουσ αρσ ) variatóre (ουσ αρσ )
vaporizzàbile (επίθ.) variazióne (θηλ.ουσ)
vaporizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) varìce (θηλ.ουσ)
vaporizzatóre (αρσ. επίθ και ουσ) varicèlla (θηλ.ουσ)
vaporizzazióne (θηλ.ουσ) varicocèle (ουσ αρσ )
vaporosità (θηλ.ουσ) varicóso (επίθ.)
vaporóso (επίθ.) variegatùra (θηλ.ουσ)
var (ουσ αρσ ) varietà (ουσ αρσ )
varàno (ουσ αρσ ) varietà (θηλ.ουσ)
varàre (ρ. μτβ.) vàrio (επίθ.)
vararsi (ρ.μ. (αντων.)) vàrio (αντων.)
varàta (θηλ.ουσ) variografo (ουσ αρσ )
varcàbile (επίθ.) variolàto (επίθ.)
varcàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) variòmetro (ουσ αρσ )
vàrco (ουσ αρσ ) variopìnto (επίθ.)
varèa (θηλ.ουσ) varìsmo (ουσ αρσ )
varechìna (θηλ.ουσ) vàrmetro (ουσ αρσ )
variàbile (θηλ.ουσ) vàro (ουσ αρσ )
variàbile (επίθ.) vàro (επίθ.)
variabilità (θηλ.ουσ) Varsàvia (κύρ.όν. θηλ.)
variànte (θηλ.ουσ) vàrva (θηλ.ουσ)
variànte (επίθ.) vasàio (ουσ αρσ )
variànza (θηλ.ουσ) vasàle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: