Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

universalizzàre (ρ. μτβ.) uòpo (ουσ αρσ )
universalizzazióne (θηλ.ουσ) uòsa (θηλ.ουσ)
universalménte (επίρ.) uòvo (ουσ αρσ )
universìade (θηλ.ουσ) uppercut (ουσ αρσ )
università (θηλ.ουσ) ùpupa, upùpa (θηλ.ουσ)
universitàrio (ουσ αρσ ) uragàno (ουσ αρσ )
universitàrio (επίθ.) Uràli (κύρ.όν.αρσ πληθ.)
univèrso (ουσ αρσ ) uràlico (αρσ. επίθ και ουσ)
univèrso (επίθ.) uràngo (ουσ αρσ )
univocaménte (επίρ.) uraniàno (αρσ. επίθ και ουσ)
univocità (θηλ.ουσ) urànico (επίθ.)
unìvoco (επίθ.) uranìfero (επίθ.)
ùnno (αρσ. επίθ και ουσ) uraninìte (θηλ.ουσ)
ùno ( απόλ. αριθμ. επίθ.) urànio (ουσ αρσ )
untìccio (ουσ αρσ ) uranìsmo (ουσ αρσ )
untìccio (επίθ.) uranìsta (ουσ αρσ )
ùnto (ουσ αρσ ) Uràno (ουσ αρσ )
ùnto (επίθ.) uranografìa (θηλ.ουσ)
untóre (ουσ αρσ ) uranogràfico (επίθ.)
untùme (ουσ αρσ ) uranògrafo (ουσ αρσ )
untuosaménte (επίρ.) uranometrìa (θηλ.ουσ)
untuosità (θηλ.ουσ) uranomètrico (επίθ.)
untuóso (επίθ.) uranoscopìa (θηλ.ουσ)
unzióne (θηλ.ουσ) uranoscòpico (επίθ.)
uòmo (ουσ αρσ ) uranòscopo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: