Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stampìglia (θηλ.ουσ) stànga (θηλ.ουσ)
stampigliàre (ρ. μτβ.) stangàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stampigliatrìce (θηλ.ουσ) stangàta (θηλ.ουσ)
stampigliatùra (θηλ.ουσ) stanghétta (θηλ.ουσ)
stampinatùra (θηλ.ουσ) stangóne (ουσ αρσ )
stampìno (ουσ αρσ ) stannàto (επίθ.)
stampìsta (ουσ αρσ και θηλ.) stànnico (επίθ.)
stàmpo (ουσ αρσ ) stannìfero (επίθ.)
stampóne (ουσ αρσ ) stannìte (θηλ.ουσ)
stanàre (ρ. μτβ.) stannóso (επίθ.)
stànca (θηλ.ουσ) stanòtte (επίρ.)
stancàbile (επίθ.) stànte (πρόθ.)
stancaménte (επίρ.) stantìo (αρσ. επίθ και ουσ)
stancàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) stantùffo (ουσ αρσ )
stancarsi (ρ.μ. (αντων.)) stànza (θηλ.ουσ)
stanchévole (επίθ.) stanziàbile (επίθ.)
stanchézza (θηλ.ουσ) stanziàle (επίθ.)
stànco (επίθ.) stanzialmente (επίρ.)
stand (ουσ αρσ ) stanziaménto (ουσ αρσ )
standard (ουσ αρσ ) stanziàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
standard (επίθ.) stanziarsi (ρ.μ. (αντων.))
standardizzàre (ρ. μτβ.) stanziatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
standardizzàto (επίθ.) stanzìno (ουσ αρσ )
standardizzazióne (θηλ.ουσ) stapèdio (αρσ. επίθ και ουσ)
standìsta (ουσ αρσ και θηλ.) stappàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: