Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stanziaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stantsjaˈmento]

1 κεφάλαιο
2 κονδύλι (προϋπολογισμού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stanzialmente stanziare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stantuffo (ουσ αρσ )
stanza (θηλ.ουσ)
stanziabile (επίθ.)
stanziale (επίθ.)
stanzialmente (επίρ.)
stanziamento (ουσ αρσ )
stanziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stanziarsi (ρ.μ. (αντων.))
stanziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
stanzino (ουσ αρσ )
stapedio (αρσ. επίθ και ουσ)
stappare (ρ. μτβ.)
star (θηλ.ουσ)
stare (ρ.αμτβ.)
starna (θηλ.ουσ)
starnare (ρ. μτβ.)
starnazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
starnutamento (ουσ αρσ )
starnutatorio (επίθ.)
starnutire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---