Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈstare]

στέκω, μένω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  star starna  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


come sta? = πώς είστε;, τι κάνετε; || lasciami stare! = άσε με! || non stare bene = δεν ταιριάζω || non stare lì impalato! = μη στέκεσαι σαν παλούκι! || stai a sentire... = άκου να δείς... || stai attento! = έχε το νου σου! | πρόσεχε! || stare a digiuno = νηστεύω || stare a galla = επιπλέω || stare alla larga = κρατιέμαι μακρυά || stare all'erta = βρίσκομαι σε επιφυλακή || stare bene = είμαι καλά || stare fermo = μένω || stare in ginocchio = γονατίζω || stare in pensiero = ανησυχώ || stare in piedi = στέκομαι όρθιος, στέκομαι || stare per partorire = είμαι στις μέρες μου || stare seduto = κάθομαι || stare zitto = σωπαίνω || starsene in disparte = ζω απομονωμένος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stanziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
stanzino (ουσ αρσ )
stapedio (αρσ. επίθ και ουσ)
stappare (ρ. μτβ.)
star (θηλ.ουσ)
stare (ρ.αμτβ.)
starna (θηλ.ουσ)
starnare (ρ. μτβ.)
starnazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
starnutamento (ουσ αρσ )
starnutatorio (επίθ.)
starnutire (ρ.αμτβ.)
starnuto (ουσ αρσ )
starter (ουσ αρσ )
stasare (ρ. μτβ.)
stasera (επίρ.)
stasi (θηλ.ουσ)
stasimo (ουσ αρσ )
statale (ουσ αρσ και θηλ.)
statale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---