Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


starnùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [starˈnuto]

το φτάρνισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  starnutire starter  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

starnare (ρ. μτβ.)
starnazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
starnutamento (ουσ αρσ )
starnutatorio (επίθ.)
starnutire (ρ.αμτβ.)
starnuto (ουσ αρσ )
starter (ουσ αρσ )
stasare (ρ. μτβ.)
stasera (επίρ.)
stasi (θηλ.ουσ)
stasimo (ουσ αρσ )
statale (ουσ αρσ και θηλ.)
statale (επίθ.)
statalismo (ουσ αρσ )
statalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
statalistico (επίθ.)
statere (ουσ αρσ )
statica (θηλ.ουσ)
staticità (θηλ.ουσ)
statico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---