Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstaticità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [statiʧiˈta] 1 στατικός χαρακτήρας 2 στατικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |