Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstato]

1 (situazione) η κατάσταση
2 (ente) το κράτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  statizzazione statocisti  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere in stato interessante = είμαι σ' ενδιαφέρουσα || Stati [αρσ. πλυθ.] Uniti d'America = οι Ηνωμένες Πολιτείες [f.] Αμερικής || titoli [αρσ. πλυθ.] di stato = τα ομόλογα του δημοσίου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

statistico (ουσ αρσ )
statistico (επίθ.)
stativo (αρσ. επίθ και ουσ)
statizzare (ρ. μτβ.)
statizzazione (θηλ.ουσ)
stato (ουσ αρσ )
statocisti (θηλ.ουσ)
statolatra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
statolatria (θηλ.ουσ)
statolder (ουσ αρσ )
statolderato (ουσ αρσ )
statolite (ουσ αρσ )
statolitico (επίθ.)
statolito (ουσ αρσ )
statore (ουσ αρσ )
statoreattore (ουσ αρσ )
statoscopio (ουσ αρσ )
statua (θηλ.ουσ)
statuale (επίθ.)
statuaria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---