Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


statìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [staˈtivo]

βάση (μικροσκοπίου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  statistico statizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

statino (ουσ αρσ )
statista (ουσ αρσ και θηλ.)
statistica (θηλ.ουσ)
statistico (ουσ αρσ )
statistico (επίθ.)
stativo (αρσ. επίθ και ουσ)
statizzare (ρ. μτβ.)
statizzazione (θηλ.ουσ)
stato (ουσ αρσ )
statocisti (θηλ.ουσ)
statolatra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
statolatria (θηλ.ουσ)
statolder (ουσ αρσ )
statolderato (ουσ αρσ )
statolite (ουσ αρσ )
statolitico (επίθ.)
statolito (ουσ αρσ )
statore (ουσ αρσ )
statoreattore (ουσ αρσ )
statoscopio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---