Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


statolàtra  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [statoˈlatra]

1 λάτρης της κρατικής εξουσίας
2 λάτρης συγκεντρωτισμού κρατικής εξουσίας
3 κρατιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  statocisti statolatria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stativo (αρσ. επίθ και ουσ)
statizzare (ρ. μτβ.)
statizzazione (θηλ.ουσ)
stato (ουσ αρσ )
statocisti (θηλ.ουσ)
statolatra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
statolatria (θηλ.ουσ)
statolder (ουσ αρσ )
statolderato (ουσ αρσ )
statolite (ουσ αρσ )
statolitico (επίθ.)
statolito (ουσ αρσ )
statore (ουσ αρσ )
statoreattore (ουσ αρσ )
statoscopio (ουσ αρσ )
statua (θηλ.ουσ)
statuale (επίθ.)
statuaria (θηλ.ουσ)
statuario (αρσ. επίθ και ουσ)
statuetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---