ItalianoGreco


statolàtra  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [statoˈlatra]

1 λάτρης της κρατικής εξουσίας
2 λάτρης συγκεντρωτισμού κρατικής εξουσίας
3 κρατιστής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---