Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stàtua  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstatua]

το άγαλμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  statoscopio statuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

statolitico (επίθ.)
statolito (ουσ αρσ )
statore (ουσ αρσ )
statoreattore (ουσ αρσ )
statoscopio (ουσ αρσ )
statua (θηλ.ουσ)
statuale (επίθ.)
statuaria (θηλ.ουσ)
statuario (αρσ. επίθ και ουσ)
statuetta (θηλ.ουσ)
statuire (ρ. μτβ.)
statuizione (θηλ.ουσ)
statunitense (ουσ αρσ και θηλ.)
statunitense (επίθ.)
statura (θηλ.ουσ)
statutario (αρσ. επίθ και ουσ)
statuto (ουσ αρσ )
stavolta (επίρ.)
staziografo (ουσ αρσ )
stazionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---