Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstatoscòpio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [statosˈkɔpjo] 1 όργανο υψομέτρου αεροσκάφους 2 βαρόμετρο αλλαγών στατικής πίεσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |