Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstatuàrio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [statuˈarjo] 1 αγαλματένιος 2 που μοιάζει με άγαλμα 3 γλυπτικός 4 αγαλματώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |