Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstazionàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [stattsjoˈnare] 1 παρκάρω 2 σταθμεύω 3 σταματώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |