Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stazionàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [stattsjoˈnarjo]

1 στάσιμος
2 στατικός
3 αμετακίνητος
4 ακίνητος
5 μόνιμος
6 σταθερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stazionarietà stazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

staziografo (ουσ αρσ )
stazionale (επίθ.)
stazionamento (ουσ αρσ )
stazionare (ρ.αμτβ.)
stazionarietà (θηλ.ουσ)
stazionario (αρσ. επίθ και ουσ)
stazione (θηλ.ουσ)
stazza (θηλ.ουσ)
stazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stazzatura (θηλ.ουσ)
stazzo (ουσ αρσ )
stazzonare (ρ. μτβ.)
steapsina (θηλ.ουσ)
stearico (επίθ.)
stearina (θηλ.ουσ)
steatite (θηλ.ουσ)
steatopigia (θηλ.ουσ)
steatopigo (επίθ.)
steatosi (θηλ.ουσ)
steca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---