Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [statˈtsjone] ο σταθμός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαstazione [θηλ.] degli autobus = ο σταθμός λεωφορείων || stazione [θηλ.] di servizio = ο σταθμός ανεφοδιασμού || stazione [θηλ.] ferroviaria = ο σιδηροδρομικός σταθμός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |