ItalianoGreco


steatìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [steaˈtite]

1 σαπουνόχωμα
2 σαπωνόλιθος
3 στεατίτης (κεραμεικό)
4 σαπουνόπετρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---