Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


steatìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [steaˈtite]

1 σαπουνόχωμα
2 σαπωνόλιθος
3 στεατίτης (κεραμεικό)
4 σαπουνόπετρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stearina steatopigia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stazzo (ουσ αρσ )
stazzonare (ρ. μτβ.)
steapsina (θηλ.ουσ)
stearico (επίθ.)
stearina (θηλ.ουσ)
steatite (θηλ.ουσ)
steatopigia (θηλ.ουσ)
steatopigo (επίθ.)
steatosi (θηλ.ουσ)
steca (θηλ.ουσ)
stecade (θηλ.ουσ)
stecca (θηλ.ουσ)
steccaia (θηλ.ουσ)
steccare (ρ.αμτβ.)
steccare (ρ. μτβ.)
steccata (θηλ.ουσ)
steccato (ουσ αρσ )
steccatura (θηλ.ουσ)
stecchetto (ουσ αρσ )
stecchiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---