Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


steccàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stekˈkato]

η περίφραξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  steccata steccatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stecca (θηλ.ουσ)
steccaia (θηλ.ουσ)
steccare (ρ.αμτβ.)
steccare (ρ. μτβ.)
steccata (θηλ.ουσ)
steccato (ουσ αρσ )
steccatura (θηλ.ουσ)
stecchetto (ουσ αρσ )
stecchiera (θηλ.ουσ)
stecchino (ουσ αρσ )
stecchire (ρ.αμτβ.)
stecchire (ρ. μτβ.)
stecchirsi (ρ.μ. (αντων.))
stecchito (επίθ.)
stecco (ουσ αρσ )
stecconare (ρ. μτβ.)
stecconata (θηλ.ουσ)
stecconato (ουσ αρσ )
steccone (ουσ αρσ )
stechiometria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---