Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stecchìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [stekˈkire]

1 σκληραίνω
2 αδυνατίζω
3 στεγνώνω

stecchìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [stekˈkire]

σκοτώνω κάποιον επί τόπου

stecchirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [stekˈkirsi]

1 σκληραίνω
2 αδυνατίζω
3 στεγνώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stecchino stecchito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

steccato (ουσ αρσ )
steccatura (θηλ.ουσ)
stecchetto (ουσ αρσ )
stecchiera (θηλ.ουσ)
stecchino (ουσ αρσ )
stecchire (ρ.αμτβ.)
stecchire (ρ. μτβ.)
stecchirsi (ρ.μ. (αντων.))
stecchito (επίθ.)
stecco (ουσ αρσ )
stecconare (ρ. μτβ.)
stecconata (θηλ.ουσ)
stecconato (ουσ αρσ )
steccone (ουσ αρσ )
stechiometria (θηλ.ουσ)
stechiometrico (επίθ.)
Stefania (κύρ.όν. θηλ.)
steganopodi (ουσ αρσ πληθ.)
stegola (θηλ.ουσ)
stegosauro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---