Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stecconàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stekkoˈnato]

1 φράξιμο
2 φράχτης
3 πρόπηγμα
4 περίφραξη
5 μάντρωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stecconata steccone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stecchirsi (ρ.μ. (αντων.))
stecchito (επίθ.)
stecco (ουσ αρσ )
stecconare (ρ. μτβ.)
stecconata (θηλ.ουσ)
stecconato (ουσ αρσ )
steccone (ουσ αρσ )
stechiometria (θηλ.ουσ)
stechiometrico (επίθ.)
Stefania (κύρ.όν. θηλ.)
steganopodi (ουσ αρσ πληθ.)
stegola (θηλ.ουσ)
stegosauro (ουσ αρσ )
stele (θηλ.ουσ)
stella (θηλ.ουσ)
stellaggio (ουσ αρσ )
stellante (επίθ.)
stellare (επίθ.)
stellare (ρ.αμτβ.)
stellarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---