Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstécco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstekko] 1 κλαδί 2 κλαράκι 3 βέργα 4 κλαρί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |