Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


steganòpodi  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [stegaˈnɔpodi]

στεγανόποδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Stefania stegola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stecconato (ουσ αρσ )
steccone (ουσ αρσ )
stechiometria (θηλ.ουσ)
stechiometrico (επίθ.)
Stefania (κύρ.όν. θηλ.)
steganopodi (ουσ αρσ πληθ.)
stegola (θηλ.ουσ)
stegosauro (ουσ αρσ )
stele (θηλ.ουσ)
stella (θηλ.ουσ)
stellaggio (ουσ αρσ )
stellante (επίθ.)
stellare (επίθ.)
stellare (ρ.αμτβ.)
stellarsi (ρ.μ. (αντων.))
stellaria (θηλ.ουσ)
stellato (ουσ αρσ )
stellato (επίθ.)
stelleggiare (ρ. μτβ.)
stelletta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---