Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstellàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stelˈlato] 1 σφηνοειδές ναυτικό εξάρτημα 2 έναστρος ουρανός stellàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stelˈlato] 1 διαταγμένος σαν άστρο 2 κατάστερος 3 λαμπρός σαν αστέρι 4 αστροφεγγής 5 αστροστόλιστος 6 αστροποίκιλτος 7 έναστρος 8 αστρόσπαρτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |