Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stempiàrsi
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [stemˈpjarsi]

γίνομαι φαλακρός (στους κροτάφους)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stemperarsi stempiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stemmario (ουσ αρσ )
stemmato (επίθ.)
stemperamento (ουσ αρσ )
stemperare (ρ. μτβ.)
stemperarsi (ρ.μ. (αντων.))
stempiarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
stempiato (επίθ.)
sten (ουσ αρσ )
stendardiere (ουσ αρσ )
stendardo (ουσ αρσ )
stendere (ρ. μτβ.)
stendersi (ρ.μ. (αντων.))
stendibiancheria (ουσ αρσ )
stenditoio (ουσ αρσ )
stenditrice (θηλ.ουσ)
stenditura (θηλ.ουσ)
stenia (θηλ.ουσ)
stenico (επίθ.)
stenoalino (επίθ.)
stenobate (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---