stendàrdo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [stenˈdardo]
1 τετράγωνη σημαία ρωμαίων
2 φλάμπουρο
3 στέλεχος (βοτανική)
4 κάλαμος (βοτανική)
5 μπαὶράκι
6 λάβαρο
7 σημαία
8 παντιέρα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [stenˈdardo]
1 τετράγωνη σημαία ρωμαίων
2 φλάμπουρο
3 στέλεχος (βοτανική)
4 κάλαμος (βοτανική)
5 μπαὶράκι
6 λάβαρο
7 σημαία
8 παντιέρα
permalink
stendardo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android