Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stenditùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stendiˈtura]

1 τεζάρισμα
2 τάνυση
3 τέντωμα υφάσματος σε πλαίσιο
4 άπλωμα
5 τέντωμα
6 τσίτωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stenditrice stenia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stendere (ρ. μτβ.)
stendersi (ρ.μ. (αντων.))
stendibiancheria (ουσ αρσ )
stenditoio (ουσ αρσ )
stenditrice (θηλ.ουσ)
stenditura (θηλ.ουσ)
stenia (θηλ.ουσ)
stenico (επίθ.)
stenoalino (επίθ.)
stenobate (επίθ.)
stenocardia (θηλ.ουσ)
stenodattilografia (θηλ.ουσ)
stenodattilografo (ουσ αρσ )
stenografare (ρ. μτβ.)
stenografato (επίθ.)
stenografia (θηλ.ουσ)
stenograficamente (επίρ.)
stenografico (επίθ.)
stenografo (ουσ αρσ )
stenosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---