Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stenògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [steˈnɔgrafo]

στενογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stenografico stenosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stenografare (ρ. μτβ.)
stenografato (επίθ.)
stenografia (θηλ.ουσ)
stenograficamente (επίρ.)
stenografico (επίθ.)
stenografo (ουσ αρσ )
stenosi (θηλ.ουσ)
stenotermia (θηλ.ουσ)
stenotipia (θηλ.ουσ)
stenotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
stentare (ρ.αμτβ.)
stentatamente (επίρ.)
stentatezza (θηλ.ουσ)
stentato (επίθ.)
stento (ουσ αρσ )
stentoreo (επίθ.)
stentucchiare (ρ.αμτβ.)
steppa (θηλ.ουσ)
steppico (επίθ.)
stepposo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---