Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stéppa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsteppa]

στέπα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stentucchiare steppico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stentatezza (θηλ.ουσ)
stentato (επίθ.)
stento (ουσ αρσ )
stentoreo (επίθ.)
stentucchiare (ρ.αμτβ.)
steppa (θηλ.ουσ)
steppico (επίθ.)
stepposo (επίθ.)
steradiante (ουσ αρσ )
sterangolo (ουσ αρσ )
sterco (ουσ αρσ )
stercobilina (θηλ.ουσ)
stercoraceo (επίθ.)
stercorario (ουσ αρσ )
stereo (ουσ αρσ )
stereo (επίθ.)
stereobate (ουσ αρσ )
stereoblastula (θηλ.ουσ)
stereochimica (θηλ.ουσ)
stereochimico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---