Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stentòreo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stenˈtɔreo]

1 πολύ δυνατός (για φωνή)
2 στεντόρειος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stento stentucchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stentare (ρ.αμτβ.)
stentatamente (επίρ.)
stentatezza (θηλ.ουσ)
stentato (επίθ.)
stento (ουσ αρσ )
stentoreo (επίθ.)
stentucchiare (ρ.αμτβ.)
steppa (θηλ.ουσ)
steppico (επίθ.)
stepposo (επίθ.)
steradiante (ουσ αρσ )
sterangolo (ουσ αρσ )
sterco (ουσ αρσ )
stercobilina (θηλ.ουσ)
stercoraceo (επίθ.)
stercorario (ουσ αρσ )
stereo (ουσ αρσ )
stereo (επίθ.)
stereobate (ουσ αρσ )
stereoblastula (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---