Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstentòreo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stenˈtɔreo] 1 πολύ δυνατός (για φωνή) 2 στεντόρειος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |