Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stèreo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɛreo]

το στέρεο

stèreo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɛreo]

στέρεο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stercorario stereobate  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


impianto [αρσ.] stereo = το στερεοφωνικό συγκρότημα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sterangolo (ουσ αρσ )
sterco (ουσ αρσ )
stercobilina (θηλ.ουσ)
stercoraceo (επίθ.)
stercorario (ουσ αρσ )
stereo (ουσ αρσ )
stereo (επίθ.)
stereobate (ουσ αρσ )
stereoblastula (θηλ.ουσ)
stereochimica (θηλ.ουσ)
stereochimico (επίθ.)
stereocinematografia (θηλ.ουσ)
stereofonia (θηλ.ουσ)
stereofonico (επίθ.)
stereofotografia (θηλ.ουσ)
stereofotogramma (ουσ αρσ )
stereofotogrammetria (θηλ.ουσ)
stereognosia (θηλ.ουσ)
stereografia (θηλ.ουσ)
stereografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---