Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstèreo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstɛreo] το στέρεο stèreo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈstɛreo] στέρεο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαimpianto [αρσ.] stereo = το στερεοφωνικό συγκρότημα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |