Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stereofotogràmma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,stereofotoˈgramma]

1 στερεογράφημα
2 εικόνα με τρισδιάστατη εντύπωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stereofotografia stereofotogrammetria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stereochimico (επίθ.)
stereocinematografia (θηλ.ουσ)
stereofonia (θηλ.ουσ)
stereofonico (επίθ.)
stereofotografia (θηλ.ουσ)
stereofotogramma (ουσ αρσ )
stereofotogrammetria (θηλ.ουσ)
stereognosia (θηλ.ουσ)
stereografia (θηλ.ουσ)
stereografico (επίθ.)
stereogramma (ουσ αρσ )
stereoisomeria (θηλ.ουσ)
stereoisomero (αρσ. επίθ και ουσ)
stereologia (θηλ.ουσ)
stereoma (ουσ αρσ )
stereometria (θηλ.ουσ)
stereometrico (επίθ.)
stereoscopia (θηλ.ουσ)
stereoscopico (επίθ.)
stereoscopio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---