Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stereoscopìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stereoskoˈpia]

1 στερεοσκοπική φωτογραφία
2 στερεογράφημα
3 στερεοσκοπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stereometrico stereoscopico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stereoisomero (αρσ. επίθ και ουσ)
stereologia (θηλ.ουσ)
stereoma (ουσ αρσ )
stereometria (θηλ.ουσ)
stereometrico (επίθ.)
stereoscopia (θηλ.ουσ)
stereoscopico (επίθ.)
stereoscopio (ουσ αρσ )
stereospecificità (θηλ.ουσ)
stereospecifico (επίθ.)
stereotipare (ρ. μτβ.)
stereotipato (επίθ.)
stereotipia (θηλ.ουσ)
stereotipico (επίθ.)
stereotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
stereotipo (ουσ αρσ )
stereotipo (επίθ.)
stereotropismo (ουσ αρσ )
stereovisore (ουσ αρσ )
sterico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---