Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstereoscopìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [stereoskoˈpia] 1 στερεοσκοπική φωτογραφία 2 στερεογράφημα 3 στερεοσκοπία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |