Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstentatézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [stentaˈtettsa] 1 στέρηση 2 απορία 3 ένδεια 4 δυσκολία 5 φτώχεια 6 ανέχεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |