Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stentatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stentaˈtettsa]

1 στέρηση
2 απορία
3 ένδεια
4 δυσκολία
5 φτώχεια
6 ανέχεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stentatamente stentato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stenotermia (θηλ.ουσ)
stenotipia (θηλ.ουσ)
stenotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
stentare (ρ.αμτβ.)
stentatamente (επίρ.)
stentatezza (θηλ.ουσ)
stentato (επίθ.)
stento (ουσ αρσ )
stentoreo (επίθ.)
stentucchiare (ρ.αμτβ.)
steppa (θηλ.ουσ)
steppico (επίθ.)
stepposo (επίθ.)
steradiante (ουσ αρσ )
sterangolo (ουσ αρσ )
sterco (ουσ αρσ )
stercobilina (θηλ.ουσ)
stercoraceo (επίθ.)
stercorario (ουσ αρσ )
stereo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---