Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstenditóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stendiˈtojo] 1 μηχανή τεντώματος υφασμάτων 2 στεγνωτήριο ρούχων 3 στεγνωτήριο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |