Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstemperaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stemperaˈmento] 1 λιώσιμο 2 μαλάκωμα 3 διάλυση 4 βάμμα 5 διάλυμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |