Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stemperaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stemperaˈmento]

1 λιώσιμο
2 μαλάκωμα
3 διάλυση
4 βάμμα
5 διάλυμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stemmato stemperare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stelloncino (ουσ αρσ )
stelo (ουσ αρσ )
stemma (ουσ αρσ )
stemmario (ουσ αρσ )
stemmato (επίθ.)
stemperamento (ουσ αρσ )
stemperare (ρ. μτβ.)
stemperarsi (ρ.μ. (αντων.))
stempiarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
stempiato (επίθ.)
sten (ουσ αρσ )
stendardiere (ουσ αρσ )
stendardo (ουσ αρσ )
stendere (ρ. μτβ.)
stendersi (ρ.μ. (αντων.))
stendibiancheria (ουσ αρσ )
stenditoio (ουσ αρσ )
stenditrice (θηλ.ουσ)
stenditura (θηλ.ουσ)
stenia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---