Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstecchétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stekˈketto] 1 κλαδί 2 κλαρί 3 κλαράκι 4 βεργούλα 5 κλαδάκι χωρίς φύλλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |