Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stazionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stattsjoˈnale]

ιερουργούμενος από τον πάπα (καθολική λειτουργία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  staziografo stazionamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

statura (θηλ.ουσ)
statutario (αρσ. επίθ και ουσ)
statuto (ουσ αρσ )
stavolta (επίρ.)
staziografo (ουσ αρσ )
stazionale (επίθ.)
stazionamento (ουσ αρσ )
stazionare (ρ.αμτβ.)
stazionarietà (θηλ.ουσ)
stazionario (αρσ. επίθ και ουσ)
stazione (θηλ.ουσ)
stazza (θηλ.ουσ)
stazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stazzatura (θηλ.ουσ)
stazzo (ουσ αρσ )
stazzonare (ρ. μτβ.)
steapsina (θηλ.ουσ)
stearico (επίθ.)
stearina (θηλ.ουσ)
steatite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---