Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstazionaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stattsjonaˈmento] 1 παρκάρισμα 2 πάρκινγκ 3 στάση 4 στάθμευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |