Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstatuizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [statuitˈtsjone] 1 νομοθέτηση 2 καθιέρωση νόμων 3 θεσμοθέτηση 4 θέσπιση κανόνων δικαίου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |