Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


statunitènse  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [statuniˈtɛnse]

πολίτης των ΗΠΑ

statunitènse  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [statuniˈtɛnse]

ο των ΗΠΑ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  statuizione statura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

statuaria (θηλ.ουσ)
statuario (αρσ. επίθ και ουσ)
statuetta (θηλ.ουσ)
statuire (ρ. μτβ.)
statuizione (θηλ.ουσ)
statunitense (ουσ αρσ και θηλ.)
statunitense (επίθ.)
statura (θηλ.ουσ)
statutario (αρσ. επίθ και ουσ)
statuto (ουσ αρσ )
stavolta (επίρ.)
staziografo (ουσ αρσ )
stazionale (επίθ.)
stazionamento (ουσ αρσ )
stazionare (ρ.αμτβ.)
stazionarietà (θηλ.ουσ)
stazionario (αρσ. επίθ και ουσ)
stazione (θηλ.ουσ)
stazza (θηλ.ουσ)
stazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---