Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


statuìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [statuˈire]

1 νομοθετώ
2 θεσμοθετώ
3 θεσπίζω κανόνες δικαίου
4 διατάζω με θέσπισμα
5 θεσπίζω
6 διατάσσω δικαστικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  statuetta statuizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

statua (θηλ.ουσ)
statuale (επίθ.)
statuaria (θηλ.ουσ)
statuario (αρσ. επίθ και ουσ)
statuetta (θηλ.ουσ)
statuire (ρ. μτβ.)
statuizione (θηλ.ουσ)
statunitense (ουσ αρσ και θηλ.)
statunitense (επίθ.)
statura (θηλ.ουσ)
statutario (αρσ. επίθ και ουσ)
statuto (ουσ αρσ )
stavolta (επίρ.)
staziografo (ουσ αρσ )
stazionale (επίθ.)
stazionamento (ουσ αρσ )
stazionare (ρ.αμτβ.)
stazionarietà (θηλ.ουσ)
stazionario (αρσ. επίθ και ουσ)
stazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---