Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


statuétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [statuˈetta]

1 αγαλματίδιο
2 αγαλματάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  statuario statuire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

statoscopio (ουσ αρσ )
statua (θηλ.ουσ)
statuale (επίθ.)
statuaria (θηλ.ουσ)
statuario (αρσ. επίθ και ουσ)
statuetta (θηλ.ουσ)
statuire (ρ. μτβ.)
statuizione (θηλ.ουσ)
statunitense (ουσ αρσ και θηλ.)
statunitense (επίθ.)
statura (θηλ.ουσ)
statutario (αρσ. επίθ και ουσ)
statuto (ουσ αρσ )
stavolta (επίρ.)
staziografo (ουσ αρσ )
stazionale (επίθ.)
stazionamento (ουσ αρσ )
stazionare (ρ.αμτβ.)
stazionarietà (θηλ.ουσ)
stazionario (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---