Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstatolderàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [statoldeˈrato] 1 αξίωμα βικαρίου ολλανδικής αποικίας 2 αξίωμα ανώτερου ολλανδού αξιωματούχου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |